Η Ψηφιακή Επιτάχυνση της «μετά COVID» Εποχής
Άρθρο του κου Βιτούνη Σπύρου, Οικονομολόγου, MSc, Mphil
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού STIGMA με τίτλο «Ψηφιακή Εποχή. Η Αυγή Νέου Τύπου Επιχειρήσεων και Εργαζομένων»
Η έλευση της ψηφιακής εποχής χαρακτηρίζεται από τον όρο «4η Βιομηχανική Επανάσταση». Η εξέλιξή της, καθώς και οι επιδράσεις της πάνω στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, αποτελούν αντικείμενο μελετών και συζητήσεων σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα όμως με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, το σύνολο των κοινωνιών βιώνουν την πανδημία του COVID-19, η οποία θέτει νέους κανόνες και περιορισμούς στην καθημερινότητα των ανθρώπων, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις εργασιακές και τις εν γένει οικονομικές. Αποτελεί κοινή διαπίστωση των ανθρώπων της οικονομίας ότι η πανδημία έπαιξε το ρόλο του καταλύτη, ο οποίος επιτάχυνε τη χρήση των νέων τεχνολογιών σε πολλές εκφάνσεις της οικονομικής ζωής. Για παράδειγμα, παρατηρήθηκε δραματική αύξηση στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών που βοηθούν στη μείωση των αλληλεπιδράσεων πρόσωπο με πρόσωπο και διασφαλίζουν την υγεία και την ευημερία των πελατών και των εργαζομένων. Αυτές οι ψηφιακές τεχνολογίες περιλαμβάνουν εφαρμογές που απευθύνονται στους καταναλωτές, όπως υπηρεσίες παντοπωλείου και παράδοσης τροφίμων, εφαρμογές ηλεκτρονικού εμπορίου μεταξύ επιχειρήσεων και εφαρμογές τηλεδιασκέψεων. Οι αναζητήσεις στο διαδίκτυο για τον όρο «χωρίς επαφή» αυξήθηκαν κατά 7 φορές μεταξύ Νοεμβρίου 2019 και τέλους Απριλίου 2020, ενώ οι μετοχές τεχνολογικών εταιρειών που ευθυγραμμίστηκαν με νέους προβληματισμούς, σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των πελατών, αυξήθηκαν.
Ένα σύνηθες κλισέ του επιχειρηματικού κόσμου είναι ότι «η κρίση γεννά ευκαιρίες». Η ευκαιρία που γεννά η πανδημία του COVID-19 έγκειται στο γεγονός ότι η κοινωνία ήρθε σε άμεση επαφή με το μέλλον, το οποίο πλέον βιώνεται ως παρόν στο κομμάτι της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις θα πρέπει άμεσα να αποκωδικοποιήσουν τα νέα δεδομένα και να προσαρμοστούν σε αυτά. Ειδικότερα, όσον αφορά την ελληνική αγορά, η ευκαιρία είναι μεγάλη και όσες επιχειρήσεις την εκμεταλλευτούν θα θέσουν στέρεες βάσεις για τη βιωσιμότητα και την κερδοφορία τους, σε μακροχρόνιο επίπεδο. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα αποκτήσουν οι επιχειρήσεις που θα προβούν άμεσα σε υιοθέτηση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών τεκμηριώνεται από τα παρακάτω συμπεράσματα του Παρατηρητηρίου Ψηφιακού Μετασχηματισμού του ΣΕΒ:
(α) Οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από «έλλειψη πυξίδας ψηφιακού μετασχηματισμού». Ενώ το 90% των επιχειρήσεων θεωρεί το μετασχηματισμό ως στρατηγικής σημασίας, μόνο το 48% έχει ψηφιακή στρατηγική, ενώ μόλις το 50% διαθέτει αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. Μόλις το 11,1% επιδιώκει ψηφιακές λύσεις για την αύξηση των εσόδων, το 10% επιδιώκει λύσεις Data Analytics (ανάλυση δεδομένων) για τη βελτίωση της εξυπηρέτησης των πελατών και μόλις το 9,5% ανταλλάσσει δεδομένα με συνεργάτες και προμηθευτές. Την τελευταία τριετία, μία στις δύο μικρομεσαίες επιχειρήσεις (53,5%) δεν επένδυσε καθόλου σε ψηφιακές λύσεις, είτε επένδυσε κάτω από 100.000€.
(β) Η χώρα μας είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, όσον αφορά τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η τεχνολογική ωριμότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα παραμένει χαμηλά (26η), με τεχνολογίες που εστιάζουν στην εσωτερική υποστήριξη (12η) και όχι σε λύσεις όπως Cloud (28η), RFID (26η), ηλεκτρονική τιμολόγηση (27η), ηλεκτρονικό εμπόριο (28η), συναλλαγές EDI (27η). Επίσης, οι ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων είναι χαμηλές, καθώς η χώρα βρίσκεται στην 25η θέση της ΕΕ, παρά τον ικανοποιητικό αριθμό πτυχιούχων σε θετικές και τεχνολογικές επιστήμες (13η).
Από τα παραπάνω, καθίσταται προφανές ότι οι επιχειρήσεις, οι οποίες θα υιοθετήσουν ψηφιακές στρατηγικές σε μια αγορά που βρίσκεται σε εμβρυικό ψηφιακά στάδιο, θα εδραιώσουν τη θέση τους στην αγορά και θα την επεκτείνουν. Οι στρατηγικές, γενικά, που είναι αναγκαίο να διερευνηθεί σε πρώτη φάση η χρήση τους, παρατίθενται ενδεικτικά παρακάτω, σε συνδυασμό με τα προσδοκώμενα οφέλη που έχει ήδη παρατηρηθεί ότι αποφέρουν:
(α) Χρήση του «Cloud», λειτουργία η οποία προσδίδει βελτιωμένη προσβασιμότητα στα δεδομένα, τήρηση ασφαλούς αρχείου, αυτόματες ενημερώσεις διαφόρων λογισμικών, δυνατότητα απομακρυσμένης εργασίας.
(β) Χρήση τεχνολογίας «RFID» (ταυτοποίηση μέσω ραδιοσυχνοτήτων), η οποία επιφέρει αύξηση της παραγωγικότητας (λόγω αυτοματοποίησης διαδικασιών), αύξηση ανταγωνιστικότητας (λόγω διενέργειας διαρκούς και σε πραγματικό χρόνο ελέγχου, όπου ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η ιχνηλασιμότητα προϊόντων) και μείωση του λειτουργικού κόστους (αποφυγή απαξίωσης αποθεμάτων, μείωση λαθών και απωλειών).
(γ) Χρήση ηλεκτρονικής τιμολόγησης και τεχνολογίας EDI (Electronic Data Interchange), η οποία αποφέρει σε πρώτο χρόνο μείωση του λειτουργικού κόστους (το κόστος ανά τιμολόγιο για εταιρείες στο χώρο του λιανεμπορίου μπορεί να μειωθεί κατά περίπου 80% με την πλήρη ηλεκτρονικοποίηση των τιμολογίων, ενώ μειώνει κατά 60% και το διοικητικό κόστος) και σε δεύτερο χρόνο εξοικειώνει την επιχείρηση με τα ηλεκτρονικά μέσα και την οδηγεί σε επέκταση των ψηφιακών δραστηριοτήτων, όπως π.χ. ηλεκτρονικές παραγγελίες και τιμοκατάλογοι.
(δ) Υιοθέτηση ηλεκτρονικού εμπορίου και ψηφιακού μάρκετινγκ, τα οποία αποφέρουν υψηλότερη έκθεση της επιχείρησης, με χαμηλό κόστος, λήψη feedback από τους πελάτες σε τακτά χρονικά διαστήματα, εύκολες αναλύσεις δεδομένων και αδιάκοπη λειτουργία της επιχείρησης (ιδιαίτερα σημαντικό στην COVID-19 εποχή).
Σε εφαρμοσμένο επίπεδο, είτε μια επιχείρηση δραστηριοποιείται στο χώρο του εμπορίου, είτε στο χώρο των υπηρεσιών, οι παραπάνω εφαρμογές θα προσδώσουν προστιθέμενη αξία στην καθημερινή και τη συνολική λειτουργία. Για παράδειγμα, μια εμπορική επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί RFID για την παρακολούθηση της αποθήκης της, σε συνδυασμό με ηλεκτρονική τιμολόγηση και digital marketing, όχι μόνο μειώνει τα λειτουργικά κόστη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει και τις πωλήσεις της έναντι του ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, μια επιχείρηση εστίασης, η οποία χρησιμοποιεί λογισμικό διαχείρισης παραγγελιών, αυξάνει την παραγωγικότητά της (μείωση χρόνων εξυπηρέτησης και λαθών), ενώ ταυτόχρονα τηρεί ηλεκτρονικό αρχείο των πωλήσεών της, ώστε, να ελέγχει άμεσα τις τάσεις και τις συνήθειες των πελατών, αλλά και να προβαίνει σε ορθολογικές παραγγελίες πρώτων υλών και μείωση ενδεχόμενων απωλειών ευπαθών αποθεμάτων (μείωση λειτουργικού κόστους).
Όπως προαναφέρθηκε, η πανδημία έφερε το μέλλον στο παρόν, όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η διερεύνηση και υιοθέτηση στρατηγικής ψηφιακού μετασχηματισμού όλων των επιχειρήσεων θα πρέπει να λάβει χώρα άμεσα, καθώς αναμένεται ότι μεγάλο ποσό των χρηματοδοτήσεων – επιχορηγήσεων του αμέσως επόμενου χρονικού διαστήματος (2021-2027) θα κατευθυνθεί σε αυτές τις δράσεις, διαμορφώνοντας το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον της τρέχουσας δεκαετίας.